- φρενοπτωσία
- και φρενόπτωση, η, Νιατρ. (παλ. όρος) η προς τα κάτω μετατόπιση τής κεντρικής μοίρας τού διαφράγματος, η οποία συνδυάζεται, συνήθως, με εντεροπτωσία.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. phrenoptose < φρήν, φρενός + πτώση].
Dictionary of Greek. 2013.