φρενοπτωσία

φρενοπτωσία
και φρενόπτωση, η, Ν
ιατρ. (παλ. όρος) η προς τα κάτω μετατόπιση τής κεντρικής μοίρας τού διαφράγματος, η οποία συνδυάζεται, συνήθως, με εντεροπτωσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. phrenoptose < φρήν, φρενός + πτώση].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φρενόπτωση — η, Ν ιατρ. βλ. φρενοπτωσία …   Dictionary of Greek

  • φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”